"Πλύνε τα δόντια σου", Είπες Γιώργος Νικολόπουλος
«Πλύνε τα δόντια σου», είπες. «Με την καινούργια μας αστραφτερή οδοντόκρεμα, με ενεργό φθόριο και οξείδιο τιτανίου, που θα τα κάνει να γυαλίζουν σαν καθρέφτες.
Λούσε τα μαλλιά σου. Με το υπέροχο σαπούνι με άρωμα αμύγδαλου, φασκόμηλου και άγριας λεβάντας, για να γίνουν πλούσια, πυκνά και στιλπνά.
Άλειψε το κορμί σου, με το νέο συναρπαστικό αφρόλουτρο με βότανα, αγριολούλουδα και σπάνια μεταλλικά άλατα».
«Και η ψυχή μου;» σε ρώτησα. «Τι θα μου δώσεις για να καθαρίσω την ψυχή μου;»
Με κοίταξες απολογητικά. «Δυστυχώς τέτοια προϊόντα δεν έχουμε», μου απάντησες. «Δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση».
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη
Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
'Aσμα ασμάτων
Όμορφη είναι η καλή μου σαν την Τιρζά
Σαν την Ιερουσαλήμ μεγάλη
Αιώνια σαν τα άστρα του ουρανού,
Στρέψε τα μάτια σου αλλού με θάμπωσες.
Τα μαλλιά σου ένα κοπάδι από κατσίκες
Κατηφορίζουν το όρος Γκιλεάντ.
Τα δόντια σου σαν προβατίνες ίδια
Που ξεπροβάλλουν άσπρες φρεσκοπλυμμένες
Όλα λαμπερά και ατόφια.
Τα μάγουλα σου ρόδια φουσκωμένα
Σαν την Ιερουσαλήμ μεγάλη
Αιώνια σαν τα άστρα του ουρανού,
Στρέψε τα μάτια σου αλλού με θάμπωσες.
Τα μαλλιά σου ένα κοπάδι από κατσίκες
Κατηφορίζουν το όρος Γκιλεάντ.
Τα δόντια σου σαν προβατίνες ίδια
Που ξεπροβάλλουν άσπρες φρεσκοπλυμμένες
Όλα λαμπερά και ατόφια.
Τα μάγουλα σου ρόδια φουσκωμένα
Τα δόντια απαιτούν εμπιστοσύνη
Περπατάω αμέριμνη και μου γραπώνει το χέρι
ανάμεσα σε δυό σαγόνια μέγγενη
με δόντια κοφτερά να λαμπυρίζουν
Περπατούσα αμέριμνη κι ο πανικός ήταν τόσο κοντά
Μύριζε ιδρώτα κι αδρεναλίνη φοβισμένου ανθρώπου
Παραλύω
Εικόνες φρίκης ξετυλίγονται μπρος στα μάτια μου
Εικόνες που δε συμβαίνουν παρά μόνο στη φαντασία μου
Τα δόντια
Αισθάνομαι την πίεση αφόρητη
Ο σκύλος του φόβου μου με κρατά αιχμάλωτη
ανάμεσα στα δόντια του
Περιμένω τη στιγμή που θα τα βυθίσει
στην τρεμάμενη σάρκα
και το αίμα, που θ’ αναπηδήσει καυτό
Παράξενο
Καμιά κίνηση. Καμιά
Καμιά πρόθεση να με κατασπαράξει
Το αναμενόμενο ανατρέπεται
Η αγωνία μου στοχεύει στα μάτια σου
Η μέρα ηλιόλουστη, υπερβολικά λευκή
Εσύ χαμογελάς
Ένα μπόι άσπρης κατσαρής προβιάς
σ’ ένα βλέμμα ήρεμο κι αποφασιστικό
Δε μπορώ να κινήσω τα πανικόβλητα άκρα μου
Δε μ’ αφήνει, όχι, μόνο το χέρι μου κρατά
Σκύβω κοντά
κι αντικρίζω το βλέμμα του, ερωτηματικό, ευθύ, ανεξιχνίαστο
Μου γνέφει ειλικρίνεια
Ξαφνικά χαλαρώνω, διαρκώς χαλαρώνω
Από μόνο του το σώμα μου χαλαρώνει
Η πίεση ατονεί
Το χέρι μου πλέον, κολυμπάει στην υγρασία και τη ζέστη
μιας στοματικής κοιλότητας
Σα να έχει βρει τη θαλπωρή του
δε βιάζεται ν’ απομακρυνθεί
Πόσο έχει αλλάξει η αίσθηση
Νοιώθω να σ’ εμπιστεύομαι
Εμπιστεύομαι;
Τι αίσθημα!
Τι λέξη!
Εμπιστοσύνη
Λέξη, αίσθημα, υπό εξαφάνιση
Μη φεύγεις, όχι μη μ’ αφήνεις τώρα
Μη χάνεσαι
Μη…
Όνειρο ήταν;
Μετά από τόσα χρόνια
είδα και πάλι όνειρο;
Σημ: Γράφτηκε (2005) ως μεταφορά πραγματικού ονείρου
Στέλλα Γεωργιάδου
ανάμεσα σε δυό σαγόνια μέγγενη
με δόντια κοφτερά να λαμπυρίζουν
Περπατούσα αμέριμνη κι ο πανικός ήταν τόσο κοντά
Μύριζε ιδρώτα κι αδρεναλίνη φοβισμένου ανθρώπου
Παραλύω
Εικόνες φρίκης ξετυλίγονται μπρος στα μάτια μου
Εικόνες που δε συμβαίνουν παρά μόνο στη φαντασία μου
Τα δόντια
Αισθάνομαι την πίεση αφόρητη
Ο σκύλος του φόβου μου με κρατά αιχμάλωτη
ανάμεσα στα δόντια του
Περιμένω τη στιγμή που θα τα βυθίσει
στην τρεμάμενη σάρκα
και το αίμα, που θ’ αναπηδήσει καυτό
Παράξενο
Καμιά κίνηση. Καμιά
Καμιά πρόθεση να με κατασπαράξει
Το αναμενόμενο ανατρέπεται
Η αγωνία μου στοχεύει στα μάτια σου
Η μέρα ηλιόλουστη, υπερβολικά λευκή
Εσύ χαμογελάς
Ένα μπόι άσπρης κατσαρής προβιάς
σ’ ένα βλέμμα ήρεμο κι αποφασιστικό
Δε μπορώ να κινήσω τα πανικόβλητα άκρα μου
Δε μ’ αφήνει, όχι, μόνο το χέρι μου κρατά
Σκύβω κοντά
κι αντικρίζω το βλέμμα του, ερωτηματικό, ευθύ, ανεξιχνίαστο
Μου γνέφει ειλικρίνεια
Ξαφνικά χαλαρώνω, διαρκώς χαλαρώνω
Από μόνο του το σώμα μου χαλαρώνει
Η πίεση ατονεί
Το χέρι μου πλέον, κολυμπάει στην υγρασία και τη ζέστη
μιας στοματικής κοιλότητας
Σα να έχει βρει τη θαλπωρή του
δε βιάζεται ν’ απομακρυνθεί
Πόσο έχει αλλάξει η αίσθηση
Νοιώθω να σ’ εμπιστεύομαι
Εμπιστεύομαι;
Τι αίσθημα!
Τι λέξη!
Εμπιστοσύνη
Λέξη, αίσθημα, υπό εξαφάνιση
Μη φεύγεις, όχι μη μ’ αφήνεις τώρα
Μη χάνεσαι
Μη…
Όνειρο ήταν;
Μετά από τόσα χρόνια
είδα και πάλι όνειρο;
Σημ: Γράφτηκε (2005) ως μεταφορά πραγματικού ονείρου
Στέλλα Γεωργιάδου
μέγας κηπουρός, Ευτυχία Παναγιώτου
είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν' αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται.
τρυπάω τα δόντια ν' αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται.
σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες
μες στη σιωπή μου ανθίζω εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες
Και τι είναι τελικά το Ποίημα; ". . . Ίσως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του Θανάτου.
Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή. . ."
Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή. . ."
No comments:
Post a Comment