Περπατάω αμέριμνη και μου γραπώνει το χέρι
ανάμεσα σε δυό σαγόνια μέγγενη
με δόντια κοφτερά να λαμπυρίζουν
Περπατούσα αμέριμνη κι ο πανικός ήταν τόσο κοντά
Μύριζε ιδρώτα κι αδρεναλίνη φοβισμένου ανθρώπου
Παραλύω
Εικόνες φρίκης ξετυλίγονται μπρος στα μάτια μου
Εικόνες που δε συμβαίνουν παρά μόνο στη φαντασία μου
Τα δόντια
Αισθάνομαι την πίεση αφόρητη
Ο σκύλος του φόβου μου με κρατά αιχμάλωτη
ανάμεσα στα δόντια του
Περιμένω τη στιγμή που θα τα βυθίσει
στην τρεμάμενη σάρκα
και το αίμα, που θ’ αναπηδήσει καυτό
Παράξενο
Καμιά κίνηση. Καμιά
Καμιά πρόθεση να με κατασπαράξει
Το αναμενόμενο ανατρέπεται
Η αγωνία μου στοχεύει στα μάτια σου
Η μέρα ηλιόλουστη, υπερβολικά λευκή
Εσύ χαμογελάς
Ένα μπόι άσπρης κατσαρής προβιάς
σ’ ένα βλέμμα ήρεμο κι αποφασιστικό
Δε μπορώ να κινήσω τα πανικόβλητα άκρα μου
Δε μ’ αφήνει, όχι, μόνο το χέρι μου κρατά
Σκύβω κοντά
κι αντικρίζω το βλέμμα του, ερωτηματικό, ευθύ, ανεξιχνίαστο
Μου γνέφει ειλικρίνεια
Ξαφνικά χαλαρώνω, διαρκώς χαλαρώνω
Από μόνο του το σώμα μου χαλαρώνει
Η πίεση ατονεί
Το χέρι μου πλέον, κολυμπάει στην υγρασία και τη ζέστη
μιας στοματικής κοιλότητας
Σα να έχει βρει τη θαλπωρή του
δε βιάζεται ν’ απομακρυνθεί
Πόσο έχει αλλάξει η αίσθηση
Νοιώθω να σ’ εμπιστεύομαι
Εμπιστεύομαι;
Τι αίσθημα!
Τι λέξη!
Εμπιστοσύνη
Λέξη, αίσθημα, υπό εξαφάνιση
Μη φεύγεις, όχι μη μ’ αφήνεις τώρα
Μη χάνεσαι
Μη…
Όνειρο ήταν;
Μετά από τόσα χρόνια
είδα και πάλι όνειρο;
Σημ: Γράφτηκε (2005) ως μεταφορά πραγματικού ονείρου
Στέλλα Γεωργιάδου



μέγας κηπουρός, Ευτυχία Παναγιώτου

είμαι ο πόνος που γίνεται πλήγμα σε κάθε λέξη.
τρυπάω τα δόντια ν' αρθρωθώ, συνέχεια ματώνω.
με βία γεννιέμαι, ύπαρξη μου απαγορεύεται.
σφαλίζω το στόμα με δάκρυα που καταπίνω.
μες στη σιωπή μου ανθίζω εντός μου
ποτίζω φαντάσματα σε άδειες καρέκλες



Και τι είναι τελικά το Ποίημα; ". . . Ίσως είναι το νόμισμα που σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του Θανάτου.
Με αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο από την ίδια τη ζωή. . ."